οθωμανικός

οθωμανικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Οθωμανούς («Οθωμανική Αυτοκρατορία» — η αυτοκρατορία που δημιουργήθηκε από τουρκικά φύλα στη Μικρά Ασία, γνώρισε εντυπωσιακή εξάπλωση στον χώρο τής Βόρειας Αφρικής, τής Μέσης Ανατολής και τής Νοτιοανατολικής Ευρώπης και διήρκεσε από τους χρόνους τής παρακμής τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τον 14ο αιώνα ώς την ανακήρυξη τής Τουρκικής Δημοκρατίας το 1922)
2. αυτός που γίνεται με τον τρόπο τών Οθωμανών («οθωμανικός καφές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀθωμανός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην Έκθεση Φιλολογικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • οσμανικός — ή, ό [Οσμάν] οθωμανικός …   Dictionary of Greek

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”